- πολυμέριμνος
- πολυ-μέριμνος, ον,A full of care,
τὸ ἄρχειν πολυκίνητον καὶ π. Arist.Mu.400b10
, cf. Vett. Val.2.2,al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸ ἄρχειν πολυκίνητον καὶ π. Arist.Mu.400b10
, cf. Vett. Val.2.2,al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυμέριμνος — full of care masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμέριμνος — ον, ΜΑ αυτός που έχει πολλές μέριμνες, πολλές φροντίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μέριμνος (< μέριμνα), πρβλ. οξυ μέριμνος] … Dictionary of Greek
πολυμέριμνον — πολυμέριμνος full of care masc/fem acc sg πολυμέριμνος full of care neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμερίμνοις — πολυμέριμνος full of care masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμερίμνου — πολυμέριμνος full of care masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμερίμνους — πολυμέριμνος full of care masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμερίμνων — πολυμέριμνος full of care masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμερίμνῳ — πολυμέριμνος full of care masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμέριμνοι — πολυμέριμνος full of care masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυμέριμνος — βραχυμέριμνος, ον (Α) εκείνος τον οποίο απασχολούν μέριμνες για εφήμερα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + μέριμνος < μέριμνα (πρβλ. αμέριμνος, οξυμέριμνος, πολυμέριμνος)] … Dictionary of Greek
πολυμεριμνία — ἡ, Α [πολυμέριμνος] η ύπαρξη πολλών μερίμνων … Dictionary of Greek